- εὐασμοῦ
- εὐασμόςthe cry ofmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευασμός — εὐασμός, ὁ (Α) [ευάζω] η κραυγή ευαί, κραυγή ενθουσιασμού και ευθυμίας (για τα Ελευσίνια Μυστήρια) («φερούσας δὲ τὰ μέρη περὶ τὸ ἱερὸν μετ εὐασμοῡ», Στράβ.) … Dictionary of Greek